Σάββατο, Οκτωβρίου 15, 2011

Ένα ξεχασμένο κείμενο













Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1985 στο "Βήμα". Έπεσε ανάμεσα στις δύο περιόδους συνεργασίας μου με την εφημερίδα και δεν ανθολογήθηκε στις δύο συλλογές κειμένων της("Μικρά Βήματα" και "Κουτσοκώσταινα"). Εφόσον είχε προηγηθεί της "ψηφιακής" μου εποχής (αγόρασα τον πρώτο μου υπολογιστή ένα μήνα αργότερα) δεν υπήρχε ούτε στο ηλεκτρονικό μου αρχείο. Το ανακάλυψε κάποιος φίλος μου στην Κύπρο, σε μία ανθολογία κειμένων "Για τον Χριστιανόπουλο"(εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2003).Δεν θυμάμαι να μου είχαν ζητήσει την άδεια για την αναδημοσίευση.

Νίκος Δήμου

Το τζάκισμα


Λοιπόν ξέρετε γιατί ο στρατηγός Μακρυ­γιάννης τσάκισε (ή, στο δικό του ιδίωμα, «τζάκισε») το χέρι του; Γιατί πολέμησε και πή­ρε «πέντε πληγές εις το σώμα» του και έμεινε «μισός άνθρωπος»; Την απάντηση την έχει δώ­σει σ' ένα πολύ γνωστό ποίημα του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος:


καημένε Μακρυγιάννη να 'ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα



Όταν πρωτοδιάβασα αυτούς τους στίχους, θαύμασα μα κι ενοχλήθηκα. Θαύμασα την καί­ρια αιχμή - αλλά με ενόχλησε η υποβολιμαία μομφή. Όχι που χόρευα σέικ. Αλλά σκέφθηκα πώς (και αν) θα έγραφε ο ποιητής αν ο Μακρυ­γιάννης δεν είχε τζακίσει το χέρι του. Ίσως θα 'χε τζακίσει ο ποιητής το δικό του.


Πιστεύω πως τελικά πιο πολύ για το Χρι­στιανόπουλο, παρά για τα κωλόπαιδα πολέμη­σε ο Μακρυγιάννης. Βέβαια η άποψη τού ποι­ητή είναι πως τα παιδιά κάνουν κακή χρήση της ελευθερίας που τους χάρισε ο Στρατηγός. Αλλά ίσως το ίδιο κάνει και ο ποιητής. (Κάπου, πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης πιο εύκολα θα ανεχόταν το σέικ παρά τα ποιήματα του Χρι­στιανόπουλου).


Παλιές και νέες σκέψεις για τη χρήση και την κατάχρηση της ελευθερίας. Πού είναι το όριο; Γιατί το να χορεύεις σέικ (σε λίγο αυτός ο στίχος θα θέλει αστερίσκο και υποσημείωση) είναι κατάχρηση - και δεν είναι το να γράφεις ποιήματα; Έτσι θρήσκος που ήταν ο Μακρυ­γιάννης (θυμηθείτε το «Οράματα και Θάματα») μπορεί να θεωρούσε μόνο τη θρησκευτική και τη δημοτική ποίηση θεμιτή.


Και φυσικά δεν έχει σημασία τι θα θεωρού­σε ο Μακρυγιάννης. Το ότι κάποιος θυσιάστη­κε για την ελευθερία μας δεν του δίνει το δι­καίωμα να την περιορίσει. Αλλιώς μπλέκουμε στη φαύλη σκέψη των Σωτήρων.


Αλλά ούτε και ο ποιητής θα 'πρεπε να απο­τολμά τέτοιες απόπειρες. Σύμφωνοι - κατα­νοητή η απέχθεια μπροστά στα «κωλόπαιδα» και νόμιμη η σατιρική αιχμή. Πίσω της όμως ενεδρεύει μια επικίνδυνη ηθικολογική τάση. Τι παραπάνω σκέφθηκε ο δικτάτορας που είχε απαγορεύσει το ταγκό;


Το 'χει αυτό το κουσούρι η σάτιρα. Είναι, στην αγανάκτηση και την πίκρα της, απόλυτη. Και κάθε τι το απόλυτο γίνεται εύκολα απολυταρχικό – φτάνει να συνδυασθεί με «αρχή».


Αυτοί πάντως που πολεμάνε για ελευθερία -συνήθως πολεμάνε για να μην μπορεί να απα­γορευθεί τίποτα: ούτε χορός, ούτε ποίημα.


Αλλά, αν ήταν να διαλέξει κανείς, σίγουρα το ποίημα είναι πιο καίριο (και πιο δυσανεκτό για την Εξουσία). Η οποία δεν θα νοιαζόταν και πολύ για το σέικ. (Οι δικτατορίες χαίρονται όταν οι νέοι χορεύουν. Άλλα φοβούνται...).


Πάντως η «γενιά του σέικ» έδωσε κι αυτή τις εξετάσεις της. «1-1-4», Αντίσταση, Πολυτε­χνείο. Δεν υστέρησε καθόλου από τις γενιές του ταγκό ή του βαλς. (Ούτε από τις χρονικά παράλληλες γενιές του τσάμικου, ή του ζεϊ­μπέκικου).


Για τον ποιητή λοιπόν (κι όχι για το σέικ) πολέμησε ο Μακρυγιάννης. Σ' αυτή την περί­πτωση, η δεύτερη στροφή του ποιήματος θα ταίριαζε κάπως έτσι:


το τζάκισες για να μπορεί ο Χριστιανόπουλος 
να δημοσιεύει τα αιχμηρά
τα σεμνά και τα άλλα



Παραδέχομαι πως ποιητικά δεν λέει τίποτα. Όμως είναι σίγουρα πιο δίκαιη. Για τα «κωλό­παιδα».