Τετάρτη, Μαρτίου 27, 2013

To πνιγμένο κορίτσι

Ένα από τα πιο ασυνήθιστα και ωραία ποιήματα του Μπρεχτ είναι η Μπαλλάντα "για το πνιγμένο κορίτσι". Την έχει μελοποιήσει ο Κουρτ Βάιλ και τραγουδήσει η Λότε Λένυα. Παραθέτω μία πρόχειρη δική μου μετάφραση:
 
Kurt Weill - B. Brecht:  Die Ballade vom ertrunkenen Mädchen

(Η μπαλάντα του πνιγμένου κοριτσιού)

Όπως είχε πνιγεί και κατέβαινε πλέοντας το ρεύμα
από τα ρυάκια προς τους μεγάλους ποταμούς
Έλαμπε το οπάλιο του ουρανού θαυμαστό
σαν να έπρεπε να πραΰνει το πτώμα.
 
Φύκια και βρύα κολλούσαν επάνω της
έτσι που σιγά σιγά όλο και βάραινε
ψυχρά ψάρια προσπερνούσαν το πόδι της
φυτά και ζώα δυσκόλευαν το τελευταίο της ταξίδι 

Και ο ουρανός το σούρουπο σκοτείνιαζε σαν καπνός
Και την νύχτα ζύγιζε το φως των άστρων
Αλλά το πρωί ήταν φωτεινός ώστε και γι αυτήν
να υπάρχει  ξημέρωμα και βράδυ 

Όταν το χλομό της σώμα αποσυντέθηκε στο νερό
έγινε που με τον καιρό την ξέχασε κι ο Θεός
πρώτα το πρόσωπο, μετά τα χέρια και στο τέλος τα μαλλιά
- κι έγινε ψοφίμι στα ποτάμια με ψοφίμια πολλά.


Το τραγούδι εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=CbZfy1MpsZo

Το γερμανικό κείμενο από την σελίδα 252 του τέταρτου τόμου των απάντων του Μπρεχτ:
 
 

Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

Marleen Bucholz


Ένα email με πληροφόρησε πως η Μαρλέεν της νιότης μου, πέθανε το πρωί της 9ης Μαρτίου 2013, μετά από μακριά αρρώστια.
 
Μαζί της έφυγε μία εποχή – η πιο σημαντική για τη ζωή μου. Τα χρόνια των σπουδών μου στην Γερμανία – τα χρόνια που με έφτιαξαν κι όπου πρωταγωνιστούσαν δύο πρόσωπα. Ο καθηγητής Γιόζεφ Στύρμαν και η Μαρλέεν.
 
Όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες και αληθινές αγάπες, δεν έπαψα ποτέ να την αγαπώ. Κι όποτε αργότερα βρισκόμασταν, πάντα ένιωθα βαθιά τρυφερότητα και έρωτα.
 
Μερικές φράσεις από το πορτρέτο της, στους «Δρόμους μου»:
 
Όταν την γνώρισα είχε μακριές κοτσίδες και την φήμη ενός παιδιού-θαύματος. Ήταν δεκαεννέα ετών και έγραφε χρονογράφημα στην Süddeutsche!
Γίναμε σύντομα εραστές και μείναμε μαζί τρία χρόνια - παρά τις αντιρρήσεις της δυναμικής μητέρας της. Η οποία είχε υψηλή θέση σε κινηματογραφική εταιρία και πολύ προοδευτικές απόψεις για όλα - πλην των Ελλήνων εραστών.
 
Είχε ένα πρόσωπο φοβερά εκφραστικό και ευμετάβλητο. Ώρες ώρες ήταν  πολύ ωραίο - άλλες ιδιαίτερα χαριτωμένο, πάντα φοβερά ζωντανό. Έξυπνη, εύστροφη και με κάτι που θα ονόμαζα έμφυτο καλό γούστο. Πηγαίναμε σε μία έκθεση ζωγραφικής. Μπορεί να μην ήξερε τίποτα για τον ζωγράφο, για την σχολή στην οποία ανήκε, να μην είχε μελετήσει - όμως αμέσως ξεχώριζε τα καλά έργα, με την ίδια σιγουριά που διάλεγε σωστά μία γραβάτα. Το ίδιο και στα κοντσέρτα - έπιανε αμέσως την καλή εκτέλεση. Άλλοι χρειάζονταν ώρες ανάλυσης για να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, εκείνη το έβρισκε σε ένα λεπτό.
Πρέπει να ήταν η σωστή παιδεία που, εξ απαλών ονύχων, είχε πάρει από την μητέρα της μιαν ιδιαίτερα καλλιεργημένη γυναίκα. Όμως και οι παρέες, στις οποίες από παιδί σύχναζε, είχαν την τέχνη όχι για πολυτέλεια - αλλά για καθημερινότητα. Έτσι είχε μία φυσική σχέση με το πνεύμα, που σπάνια έχω συναντήσει.
 
Τα κείμενά της ήταν ειρωνικά και χαριτωμένα - φρέσκα και άμεσα. Κι εδώ κυριαρχούσε η φυσικότητα. Τίποτα το φιλολογικό, το φτιαχτό, το προσποιημένο.
Τον «μήνα του μέλιτος» τον περάσαμε στην Ελλάδα το πρώτο καλοκαίρι. Είχε ο πατέρας μου ένα φίλο ξενοδόχο στην Αιδηψό. Μας παραχώρησε το δώμα, πάνω στην ταράτσα του μικρού ξενοδοχείου - από το οποίο δεν κατεβήκαμε για μέρες. Μας ανέβαζαν επάνω πιατέλες με φρούτα, γλυκά και φαγητά κι εμείς κάναμε ηλιοθεραπεία στην ταράτσα και ατελείωτο έρωτα.
 
Ζήσαμε μαζί τρία υπέροχα χρόνια και ένα δύσκολο. Μετά, άλλα πενήντα τρία χρόνια χώρια, αλλά κουβαλώντας ο ένας τον άλλο μέσα μας – τόσο μας είχε εμποτίσει αυτή η σχέση. Η φωτογραφία βγήκε στην Πνύκα το 56 ή 57 – δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως όταν πάτησα το κουμπί για την αυτοφωτογράφηση κελαηδούσαν δυνατά πουλιά.

 


Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013

Χρυσό Ιωβηλαίο

Έτσι ήταν όταν τον άκουσα για πρώτη φορά. Το 1963 στην Οδό Βουλής (Ρουλότα του Τσιγγάνου) και ύστερα στο "Συμπόσιο" στην Πλάκα. Έβγαινε μετά την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τον Γιώργο Μούτσιο και τραγούδαγε "Συννεφούλα" και "Ήλιε-ήλιε αρχηγέ". Α - ναι, και το "Βιετνάμ Γιε-Γιε".

Για πενήντα χρόνια τον παρακολουθώ συστηματικά. Είμαι fan και groupie. Και νομίζω πως ήμουν ο πρώτος που τον αποκάλεσε "Μεγάλο". Το 1975, στις Σημειώσεις της "Δυστυχίας" γράφω: "Ο μεγάλος (σε στίχο και μουσική) Διονύσης Σαββόπουλος έκλεισε σε μία φράση όσα προσπάθησα να πω σε πολλές σκέψεις". Το κείμενο αυτό ανατυπώθηκε 32 φορές - όσες και το βιβλίο.

Κι όσο περνάει ο καιρός υποκλίνομαι περισσότερο στο μέγεθός του. Μεγάλος ο Χατζιδάκις κι (αλίμονο*) κι ο Θεοδωράκης - αλλά τούτος εδώ είναι άλλου είδους δημιουργός: σημαντικός ποιητής πρώτα, δυνατός συνθέτης μετά και ακόμα ερμηνευτής (performer) απαράμιλλος. Κάτι σαν τον Μπρελ, τον Μπρασένς, τον Ντύλαν, τον Λέοναρντ Κοέν - όμως πιο σημαντικός κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Πόσους δίσκους του έχω λιώσει από το παίξιμο! Εκείνο το "Βρώμικο Ψωμί" με τα κορυφαία του τραγούδια (Ζεϊμπέκικο, Δημοσθένους Λέξις) τρεις φορές το αγόρασα σε βινύλιο - ώσπου έγινε CD και ησύχασα. Τα "Τραπεζάκια έξω" τα άκουγα στο Λονδίνο και έκλαιγα. Με στοιχειώνει πάντα εκείνη η "Πρωτομαγιά".

Διονύση, γιορτάζεις τα πενήντα σου χρόνια στο τραγούδι - το ίδιο κάνω κι εγώ, με τα δικά μας πενήντα. Χρυσός γάμος! Λίγοι άνθρωποι μου έχουν χαρίσει τόσες συγκινήσεις. Να είσαι γερός, ωραίος και ήρεμος  πάντοτε!


Υ. Γ. Δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί το κείμενο και έσπευσαν αρκετοί να μου θυμίσουν τις θέσεις που υποστήριζε στην νεο-ορθόδοξη φάση του ο Σαββόπουλος και τις οποίες είχε κατακεραυνώσει σε τηλεοπτική συζήτηση ο φίλος Βασίλης Ραφαηλίδης. Αυτά ανήκουν στην εποχή που ο Σαββόπουλος είχε προσκολληθεί στον Ράμφο και τους Νεο-ορθόδοξους (ο ίδιος ο Ράμφος είναι σήμερα 100% αντίθετος με αυτά που ελεγε τότε). Όμως εδώ δεν με ενδιαφέρει ο στοχαστής Σαββόπουλος (που άλλωστε έχει περάσει από πολλές μεταλλάξεις) αλλά ο καλλιτέχνης. Με τις ιδέες του ήμουν συνήθως αντίθετος - αλλά όχι με τα τραγούδια.
____________________________________________________
* Όταν ρώτησαν τον Αντρέ Ζιντ (και όχι τον Μπωντελαίρ - όπως είχα γράψει) ποιος είναι ο μεγαλύτερος Γάλλος ποιητής του 19ου αιώνα είπε: Hugo, hélas! (αλίμονο - ο Ουγκώ).